Μαρία Κοτζακόλιου, 8 Απριλίου 2020
Ο πρωτογενής τομέας δεν γνωρίζει, πρώτη φορά, τη λέξη καταστροφή. Ίσως όχι σε τόσο καθολικό βαθμό, σε όλους τους κλάδους του, όπως τώρα, με τις ορατές συνέπειες των μέτρων για την πανδημία. Κάθε χρόνο, όμως, παλεύει με τις καιρικές συνθήκες και τις αντιξοότητες.
Πρώτη φορά, ωστόσο, καλείται να καταστρέψει την παραγωγή του (πρόσφατα είδαμε εικόνες καταστροφής από τους ανθοπαραγωγούς), καθώς αδυνατεί να τη διαθέσει στο εγχώριο και διεθνές αγοραστικό κοινό.
Με τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που όλοι αντιμετωπίζουμε, με την επισιτιστική κρίση προ των πυλών, συνιστά ευκαιρία να διαπραγματευτεί και να πετύχει την εφαρμογή μέτρων τα οποία θα ανακουφίζουν μακροπρόθεσμα, αλλά θα αποτελούν παράλληλα και τις εγγυήσεις ενασχόλησης με τον κλάδο για το «νέο αίμα», το οποίο απαιτείται να εισέλθει στο χώρο.
Καθίσταται σαφές και λέγεται σε όλους τους τόνους ότι ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, και στην ουσία όντως είναι. Το ίδιο, όμως, θα μπορούσε να ισχύει και για τον πρωτογενή τομέα.
Πέρα από τις ομορφιές του τόπου μας, υπάρχουν και πολλές καλλιεργητικές επιλογές, οι οποίες δίνουν ένα άριστο αποτέλεσμα ποιοτικών προϊόντων.
Και τώρα, που η κρίση μάς χτυπά και επηρεάζει όλους μας, ο πρωτογενής τομέας οφείλει να διεκδικήσει την αναγνώριση και τις λύσεις που του οφείλονται.
Εδώ και χρόνια πορεύεται και πολλές φορές φυτοζωεί, με επιδοτήσεις, επιδόματα και αποζημιώσεις.
Ο πρωτογενής τομέας, ωστόσο, δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαίτης. Συγκροτεί ένα σημαντικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας.
Με χαρά, ομολογώ, πληροφορήθηκα ότι σχεδόν σε πανελλαδικό επίπεδο οργανώνονται και δρομολογούνται κινήσεις και επαφές αγροτών, με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με απώτερο σκοπό την εξεύρεση λύσεων σε προβλήματα τα οποία χρόνια ταλανίζουν το χώρο.
Απαιτείται χρόνος προκειμένου να ξεφύγει ο κλάδος από λογικές και πρακτικές αμφισβήτησης (οι οποίες υφίστανται όχι άδικα, η αλήθεια) και συλλογικά να προωθήσει λύσεις σε θέματα όπως: μείωση του κόστους καλλιέργειας/παραγωγής, μείωση της τιμής πετρελαίου (έχουμε την υψηλότερη τιμή στην Ευρώπη), φθηνότερη εν γένει ενέργεια, οργάνωση και καλύτερη προώθηση των εξαγωγών, πάταξη των ελληνοποιήσεων, ταχύτερη εξυπηρέτηση στις συναλλαγές/επαφές με το Δημόσιο κ.ά.
Κάποιοι ίσως θεωρούν ότι είναι χαμένος κόπος, κατέχονται από μισαλλοδοξία ή απαγοητεύονται, αλλά τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς διεκδίκηση.
Πολλοί νέοι άνθρωποι -και όχι μόνο- καταθέτουν τις προτάσεις τους για τον αγροτικό, κτηνοτροφικό και αλιευτικό τομέα. Και αυτό είναι το αισιόδοξο. Η νέα γενιά, «το νέο αίμα», που μπορεί, σε συνδυασμό με την εμπειρία των παλαιότερων, να πάει ένα βήμα μπροστά τον πρωτογενή τομέα.
Διαφαίνεται ότι στο σήμερα η έννοια του συνεταιρίζεσθαι ή η δημιουργία ομάδων παραγωγών είναι πιο επιτακτικές από ποτέ. Η αμιγώς ατομική δραστηριότητα φθίνει και δεν οδηγεί σε λύσεις. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την Ολλανδία και τα τεράστια επιτεύγματα των συνεταιρισμών της.
Πέρα από κόμματα, χρώματα και πιστεύω, τα προβλήματα είναι κοινά και η ανάγκη για εξεύρεση λύσεων άμεση.
Μια βάση, ένα Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, του πρωτογενούς τομέα οφείλει να θεσπιστεί. Οι κατά καιρούς ψηφοθηρικές προτάσεις θέτουν τα προβλήματα «κάτω από το χαλί» και σε δεδομένο χρόνο αυτά επανεμφανίζονται, με αποτέλεσμα τη διαιώνισή τους.
Στηρίζουμε, σεβόμαστε και πιστεύουμε στον πρωτογενή τομέα. Ίσως τώρα περισσότερο από ποτέ. Ίσως γιατί με το πέρας της πανδημίας είναι αυτός που θα στηρίξει τόσο την εθνική οικονομία όσο και το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών, απέναντι στις φωνές για επισιτιστική κρίση.
Πηγή φωτογραφιών: Robert Neil