Μαρία Κοτζακόλιου, 28/07
Για τους περισσότερους πλέον, το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με βουτιές στη θάλασσα, χαλαρές στιγμές υπό τον ήλιο και βράδια ατελείωτα είτε κάτω από τα αστέρια , είτε με διασκέδαση ως το πρωί. Λίγο το βελτιωμένο οδικό δίκτυο που κάνει εύκολη την πρόσβαση σε παραθαλάσσιες περιοχές και λίγο η προώθηση αυτής της έννοιας των διακοπών, σχηματίζουν αυτά τα δεδομένα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Σ’ ένα ταξίδι του μυαλού μου μέσα στο χρόνο , σταμάτησα στην πρώτη δεκαετία της ζωής μου . Σ’ εκείνη την δεκαετία , λοιπόν , για εμάς διακοπές σήμαιναν δύο εβδομάδες στο χωριό . Δύο εβδομάδες με τον παππού και τη γιαγιά σ’ ένα χωριό της Δυτικής Εορδαίας ( Φούφας), αμιγώς κατοικημένο από ανθρώπους που πάλευαν και ζούσαν από τη γη .
Άνθρωποι της αγροτιάς και οι παππούδες μου. Ξυπνούσαν από το άγριο χάραμα για να πάνε στο χωράφι, μην τους βρει η ζέστη και δεν μπορούν να δουλέψουν . Αν και η τεχνολογία είχε μπει δυναμικά στον αγροτικό τομέα , παρόλα αυτά ο παππούς χρησιμοποιούσε το κάρο του, το οποίο έσερναν δύο αγελάδες . Βλέπεις δεν είχε δίπλωμα οδήγησης για αυτοκίνητο , αλλά ούτε το απαιτούμενο ποσό για να αγοράσει τρακτέρ. Κι αυτά τα ζωντανά, θαρρείς και καταλάβαιναν. Ήρεμα περίμεναν να τα ζέψει κι αφού τελείωνε η διαδικασία, έπαιρναν αργά, νωχελικά το δρόμο. Μια διαδρομή προς το χωράφι που ήξεραν καλά, χωρίς την όποια παρέμβαση του ιδιοκτήτη τους.
Αυτές οι εβδομάδες ήταν γεμάτες στιγμές, χρώματα, αρώματα και μυρωδιές.
Ζυμωτό ψωμί από τα χέρια της γιαγιάς, ψημένο σε χτιστό φούρνο, γάλα στο ποτήρι απευθείας από τις αγελάδες, όπως επίσης βούτυρο, τυρί αγελαδινό και γιαούρτι.
Μνήμες από τις αποτυχημένες προσπάθειές μας να αρμέξουμε την αγελάδα και τον παππού να γελά μέχρι δακρύων με τα καμώματά μας.
Ρουφούσαμε και αποθηκεύαμε στο μυαλό μας κάθε στιγμή μαζί τους.
Βοηθούσαμε τη γιαγιά να φτιάξει ψωμί, να ανοίξει φύλλο για πίτες, μάθαμε να κάνουμε πιτούλες στο τηγάνι, βλέπαμε πως γίνεται το βούτυρο, το γιαούρτι, το τυρί – «θέλει χοντρό αλάτι κορίτσι μου, για να έχει δυνατή γεύση» – μέσα από τις διδαχές της από την μητέρα της.
Σχεδόν όλες οι τροφές ήταν σπιτικές. Από το κοτόπουλο, το χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας, την ζουμερή, μοσχοβολιστή, κατακόκκινη ντομάτα, το φρέσκο κρεμμύδι και σκόρδο, τη ρίγανη και το πιπέρι. Μυρωδιές και γεύσεις που δεν μπορείς εύκολα να βρεις σήμερα και φυσικά τα περισσότερα παιδιά τις αγνοούν.
Όντας κατακαλόκαιρο, ήταν και περίοδος θέρους. Θεριζοαλωνιστικές μηχανές και σιλό πήγαιναν και έρχονταν όλη μέρα κι εμείς σχολιάζαμε για το ποια μας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
Κι αν έχεις στο μυαλό σου αυτοματοποιημένα πράγματα, ξέχασέ το!! Το σιτάρι το «τσουβάλιαζαν» οι ίδιοι οι παραγωγοί και τα δεμένα στάχυα ( άχυρα) δεν είχαν αυτό το όμορφο σχήμα που βλέπουμε σήμερα και γίνεται με μηχανήματα, αλλά γινόταν με τα χέρια. Μόνοι έδεναν τις «μπάλες» και τις στερέωναν με σύρμα. Μετά, μια – μια τις φόρτωναν σε καρότσες και πάλι ξεφόρτωμα στον αχυρώνα. Κοπιαστική δουλειά μέσα στο λιοπύρι. Γι’ αυτό και κανείς αγρότης ή αγρότισσα δεν έδειχνε ποτέ την ηλικία του. Ταλαιπωρημένοι από τον ήλιο και την χειρωνακτική εργασία , οι περισσότεροι έδειχναν πολύ μεγαλύτεροι.
Μνήμες μιας άλλης εποχής, ίσως πιο φτωχικής και δύσκολης σε πολλούς τομείς, όμως με περισσότερη ανθρωπιά και εξωστρέφεια. Με πολυπληθείς οικογένειες και συγγενείς που δεν έχαναν ευκαιρία για μαζώξεις και γλέντι. Ένα ταξίδι στο χρόνο για πολλούς, συνομωτικό, γιατί μόνο εμείς καταλαβαίνουμε, θυμόμαστε, νοσταλγούμε κι ίσως να σχηματίζεται ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη για την χαμένη, αλλοτινή μας παιδική αθωότητα και ξεγνοιασιά.
Φωτογραφίες : Γιάννης Αρζουμανίδης
Φωτογραφία κάρου : βυσσα-ορεστιαδα-περιξ

Μαρία Κοτζακόλιου
