Μαρία Κοτζακόλιου, 25/07
Ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες η διαδικασία απόσταξης του αιθέριου ελαίου της λεβάντας σε όλη τη χώρα.
Αν και η περσινή χρόνια δεν ήταν και τόσο καλή, όσον αφορά το μέγεθος της παραγωγής και της απόδοσης των καλλιεργειών ,φέτος η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη . Θα περίμενε κανείς ότι λόγω των δύσκολων καιρικών συνθηκών που επικράτησαν λίγο μετά την έναρξη του θέρους της λεβάντας , ότι η παραγωγή θα επηρεαζόταν. Σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας όμως, αλλά και σχεδόν σε όλη τη χώρα, δεν φαίνεται να συνέβη κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με τον Διευθυντή της Herbs & Oils κ. Νίκο Μαλίνη , οι παραγωγοί λεβάντας που δεν πρόλαβαν να θερίσουν πριν τις βροχές , δεν έχασαν κάτι σημαντικό από την παραγωγή τους . Σε αυτό βέβαια βοηθά τόσο η ποιότητα του χωραφιού, όσο και η ποιότητα του ίδιου του φυτού . Για το λόγο αυτό, επισημαίνεται η σπουδαιότητα της αγοράς φυτών από πιστοποιημένα φυτώρια .
Φέτος, πέρα από την αύξηση της παραγωγής , υπάρχει και μια σημαντική αύξηση του αριθμού των παραγωγών λεβάντας.
Λόγω των υψηλών τιμών των προηγούμενων ετών που έλαβε το αιθέριο έλαιο της λεβάντας , αποτέλεσε ισχυρό δέλεαρ για πολλούς στο να κατευθυνθούν στην καλλιέργειά της.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η τιμή του κιλού (αιθέριο έλαιο) άγγιζε μέχρι και τα 120-130 ευρώ.
Ποια είναι όμως τα φετινά δεδομένα; Ισχύει και εδώ ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.
Με πολλή σημαντική προσφορά , λόγω της μεγάλης παραγωγής σε Ελλάδα και Βουλγαρία , είναι εύλογο η τιμή να μην κυμανθεί στα περσινά επίπεδα , αλλά πολύ χαμηλότερα . Η τιμή του κιλού αναμένεται να οριστεί λίγο μετά τα τέλη Σεπτεμβρίου. Λόγω της αυξημένης παράγωγης – και άρα διάθεσης – είναι ορατός ο κίνδυνος να υπάρξουν σημαντικές αδιάθετες ποσότητες.
Στο παρακάτω γράφημα φαίνονται τα ποσοστά που καταλαμβάνουν οι χώρες – μεγαλοπαραγωγοί λεβάντας, με την Βουλγαρία να ξεπερνά το 50% στην παγκόσμια αγορά, την Κίνα να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, ενώ δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για την Τουρκία, η οποία ναι μεν διεκδικεί ένα κομμάτι της αγοράς, δεν έχει εξασφαλίσει όμως σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα που απαιτείται. ( Τα στοιχεία αφορούν δεδομένα του 2018, από τον World Lavender Oil Markets).
Για τους παλαιότερους , αλλά και νέους παραγωγούς λεβάντας τίθενται τα εξής ζητήματα :
- Ποιος ο σκοπός της καλλιέργειας; Θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός στο αν πρόκειται για κίνηση εύκολου κέρδους ή για μια μακροπρόθεσμη καλλιεργητική επένδυση. Στην πρώτη περίπτωση το ποσοστό του ρίσκου είναι ιδιαίτερα αυξημένο.
- Σε κάθε περίοδο συγκομιδής, ο παραγωγός θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την διάθεση του προϊόντος σε αγοραστή – πελάτη. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Είτε με την καλή δικτύωση του παραγωγού στις αγορές, είτε με την αξιοποίηση της συμβολαιακής γεωργίας. Η τελευταία περίπτωση μπορεί να αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους παραγωγούς, αλλά από την άλλη αποτελεί και μια εξασφάλιση διάθεσης του προϊόντος, τιμής και σταθερών εσόδων, ειδικά σε περιόδους που η τιμή κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος να μείνει αδιάθετο το προϊόν.
- Σημαντική είναι και η επιλογή του αποστακτηρίου. Κι αυτό γιατί αν υπάρξει περίπτωση διάθεσης του προϊόντος σε κάποια εταιρεία, θα ζητηθούν από αυτή τα απαραίτητα πιστοποιητικά του. Καλό είναι ο παραγωγός να γνωρίζει ή να ζητά να ενημερωθεί για τα πιστοποιητικά αυτά.
Ο κλάδος των αρωματικών και φαρμακευτικών καλλιεργειών αποτελεί πλέον επιλογή πολλών παραγωγών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό όμως να υπάρξει μια σταθερότητα κυρίως στην παραγωγή, για να μπορέσουν να προκύψουν συνεργασίες με ελληνικές και ξένες εταιρείες με μακροχρόνια προοπτική, διατήρηση ικανοποιητικών τιμών, αλλά και εγκαθίδρυση της χώρας στον κλάδο αυτό. Βέβαια, σπουδαίο ρόλο παίζει και η επιλογή των παραγωγών στον τρόπο διάθεσης του προϊόντος, του αγοραστή – πελάτη και στην διατήρηση των υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών.
Τέλος, ο συγκεκριμένος κλάδος μετρά κάποια χρόνια ύπαρξης στη χώρα, δίχως πλούσια ενημέρωση για τις πρακτικές των καλλιεργειών, τις ασθένειες και φυσικά χωρίς την απαραίτητη οργάνωση, αλλά και δομή για την στοχευμένη επενδυτική προοπτική.
Φωτογραφία: Γιάννης Αρζουμανίδης