Γράφει η Μαρία Κοτζακόλιου
Το Βελβεντό είναι κωμόπολη της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης και έδρα του Δήμου Βελβεντού, ο οποίος πρόσφατα ανεξαρτητοποιήθηκε από τον διευρυμένο Δήμο Σερβίων – Βελβεντού.
Αν και ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την απογραφή το 2011, ανέρχεται στους 3.360 κατοίκους παρ’ όλα αυτά είναι μια περιοχή με έντονη την αγροτική δραστηριότητα και ειδικά στις δενδροκαλλιέργειες ροδακίνων, κερασιών, νεκταρινιών, βερίκοκων, λωτών, μήλων και κυδωνιών . Ειδικά τα ροδάκινα του Βελβεντού είναι πλέον γνωστά στο πανελλήνιο, ενώ ήδη κατακτούν και το εξωτερικό .
Στους συνεταιρισμούς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή περιλαμβάνεται και ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Οργάνωση Παραγωγών (Α.Σ.Ο.Π.) Βελβεντού ΔΗΜΗΤΡΑ.
Με έτος ίδρυσης το 1987, μετρά χρόνια συνεχούς γνώσης και εμπειρίας για την καλλιέργεια, την παραγωγή και την προώθηση φρέσκων φρούτων .
Ο Α.Σ.Ο.Π. Βελβεντού ΔΗΜΗΤΡΑ, με περισσότερους από 140 παραγωγούς μέλη, ακολουθεί όλες τις σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, συγκομιδής, τυποποίησης και διακίνησης φρέσκων φρούτων, χαράζοντας τη δική του μοναδική πορεία στον κλάδο, συνδυάζοντας αρμονικά την παράδοση, τη γεύση και την τεχνογνωσία .
Τα προϊόντα στα οποία κατά βάση δραστηριοποιείται είναι τα ροδάκινα, τα νεκταρίνια, τα κεράσια, τα μήλα, τα βερίκοκα, οι λωτοί και τα κυδώνια .
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Α.Σ.Ο.Π. Βελβεντού ΔΗΜΗΤΡΑ, κ. Κοσμά Δημήτρη , το 40%-50% των προϊόντων διανέμονται στην εσωτερική αγορά (συνεργασίες με μεγάλα super markets, λαχαναγορές Αθήνας- Θεσσαλονίκης).
Το υπόλοιπο 50%-55% εξάγεται στο εξωτερικό. Χώρες εξαγωγής είναι οι: Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχία, Γερμανία, Κροατία, Βουλγαρία και Αλβανία . Από τις καλύτερες και πολλά υποσχόμενες αγορές ήταν αυτή της Ρωσίας, αλλά λόγω του εμπάργκο της Ε.Ε. οι εξαγωγικές δραστηριότητες έχουν σταματήσει .
Σε ερώτησή μας, πώς σχολιάζει το γεγονός ότι το ΥπΑΑΤ κάνει προσπάθειες για να ανοίξει και η αγορά της Κίνας στην εξαγωγή ροδακίνων και κερασιών, ο κ. Κοσμάς δήλωσε ότι η αγορά της Κίνας είναι δύσκολη για δύο λόγους:
Αφενός γιατί η Κίνα είναι από τις παραδοσιακά μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες ροδάκινων και αφετέρου ο χρόνος που απαιτείται για να φτάσουν τα προϊόντα εκεί είναι τέτοιος , που δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητά τους στον τελικό καταναλωτή . Η Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει προσοδοφόρο έδαφος για την εξαγωγή κομπόστας ροδακίνου, όπως ακριβώς γίνεται στην Ιαπωνία, όπου η Ελλάδα κυριαρχεί.
Τι βοηθά τα ροδάκινα Βελβεντού να κατακτούν όλο και περισσότερο έδαφος της ξένης και εγχώριας αγοράς;
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Α.Σ.Ο.Π. Βελβεντού ΔΗΜΗΤΡΑ, η ποιότητά τους είναι αυτή που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Το μικροκλίμα της περιοχής βοήθα πάρα πολύ τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην ποιότητα.
Ο ήπιος χειμώνας , η βροχερή άνοιξη και το δροσερό καλοκαίρι αποτελούν τα συστατικά μιας καλής παραγωγής και ενός γλυκού, γευστικά, φρούτου.
Αν και καλλιεργούνται 15.000 στρέμματα στην περιοχή, οι νέοι, σύμφωνα με τον κ. Κοσμά, δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συνέχιση της συγκεκριμένης δενδροκαλλιέργειας. Ο λόγος πρωτίστως είναι οικονομικός.
Με όλες τις απαιτούμενες πιστοποιήσεις, τους συνεχείς ελέγχους και το υψηλό κόστος παραγωγής, σε συνάρτηση με τη διατήρηση χαμηλών τιμών του προϊόντος στην αγορά, η συνέχιση της καλλιέργειας διαφαίνεται ασύμφορη σε βάθος χρόνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγή αφορά το επιτραπέζιο ροδάκινο, το οποίο χρειάζεται να προωθηθεί άμεσα στην αγορά, ενώ το προϊόν που δεν πληροί τις προϋποθέσεις προώθησης (π.χ. χτυπήματα πάνω στη «σάρκα») αποστέλλεται σε εταιρείες παραγωγής χυμών.
Όσον αφορά το άνοιγμα των αγορών στο εξωτερικό, επισημάνθηκε από τον κ. Κοσμά η έλλειψη ενημέρωσης και συντονισμού των Εμπορικών Ακολούθων της χώρας μας, μη παρέχοντας τις πληροφορίες εκείνες που απαιτούνται, για τη διερεύνηση των πιθανοτήτων εξαγωγών.
Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι γίνονται πολύ σοβαρές προσπάθειες από Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων, με την κατάλληλη ενημέρωση, τη χρήση των νέων μέσων και τεχνολογιών και με παραγωγούς περισσότερο καταρτισμένους, παρέχοντας άριστα ποιοτικά προϊόντα στην εγχώρια και διεθνή αγορά.

Μαρία Κοτζακόλιου
