Γράφει η Μαρία Κοτζακόλιου
Με την πάροδο του χρόνου όλο και πιο έντονη γίνεται η συζήτηση για τη Συμβολαιακή Γεωργία. Για κάποιους παρουσιάζεται ως νέα τάση, για άλλους ως το μέλλον που αφορά μεγάλο αριθμό καλλιεργειών.
Ειδικά για τις νέες καλλιέργειες (λεβάντα, ελαιοκράμβη κτλ) , η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση διαφαίνεται ως μελλοντικός μονόδρομος για τους επαγγελματίες αγρότες.
Από την πλευρά των εμπόρων – επιχειρηματιών, η σύναψη συμβολαίων με τους παραγωγούς, τους εξασφαλίζει σίγουρη ποσότητα προϊόντος, με σταθερή – γνωστή τιμή, πράγμα το οποίο εξυπηρετεί τον επιχειρηματικό, αλλά και οικονομικό τους σχεδιασμό.
Για τον ίδιο τον παραγωγό, η σύναψη συμβολαίου σημαίνει ότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η παραγωγή του θα διατεθεί, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία εύρεσης αγοραστή. Η προκαθορισμένη τιμή, του δίνει τη δυνατότητα να έχει σαφή εικόνα των εσόδων του, το εύρος των κινήσεών του, αλλά και τις προοπτικές επιπλέον δαπανών, τόσο στην ίδια την καλλιέργεια, όσο και σε άλλες πιθανές δράσεις του.
Μια ένσταση που θα μπορούσε, εύλογα , να διατυπωθεί είναι τι γίνεται στην περίπτωση που η τιμή του προϊόντος, σε δεδομένη χρονική στιγμή, είναι υψηλότερη από αυτή που έχει προσυμφωνηθεί. Αυτό είναι ένα ρίσκο που καλείται να λάβει ο παραγωγός. Γιατί ως γνωστόν, οι τιμές διαμορφώνονται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση. Μπορεί τη μια χρονιά η τιμή να είναι υψηλή και την επόμενη πολύ χαμηλή.
Αυτό παρατηρείται κυρίως γιατί αρκετοί παραγωγοί παρασύρονται από τις τιμές που αγγίζουν τα ύψη, καλλιεργούν και οι ίδιοι την επόμενη χρονιά το συγκεκριμένο προϊόν , χωρίς να ερευνούν την κίνηση της εγχώριας, αλλά και ευρωπαϊκής αγοράς και φυσικά τον συνολικό όγκο της παραγωγής.
Άλλο ένα ζήτημα που προκαλεί ανασφάλειες, αλλά και επιφυλάξεις στους παραγωγούς είναι και η συμφωνία, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διατήρησης της καλλιέργειας. Είναι δεσμευτικό και δεν αφήνει περιθώρια για αλλαγή της.
Με γνώμονα τα παραπάνω, αυτό που θα μπορούσε να συσταθεί στους παραγωγούς είναι η σωστή έρευνα τόσο για τις καλλιέργειες που μπορούν να αναπτύξουν, την τάση που επικρατεί σε εγχώριο επίπεδο αρχικά, αλλά και σε διεθνή στη συνέχεια και την δυνατότητα ευελιξίας τους. Μπορούν για παράδειγμα, να έχουν λιγότερο αριθμό στρεμμάτων ανά καλλιέργεια, αλλά περισσότερα είδη καλλιεργειών.
Επίσης, σε περίπτωση σύναψης συμβολαίου, να είναι ξεκάθαροι οι όροι και από τις δύο πλευρές και να αποσαφηνίζονται οι υποχρεώσεις τόσο του παραγωγού, όσο και του έμπορου – επιχειρηματία ως προς τις παρεχόμενες διευκολύνσεις.